Οι αγορές και ο λαός*
«Η Ελλάδα βγήκε στις αγορές», πανηγυρίζουν από χτες
οι κεφαλαιοκράτες και τα αστικά κόμματα. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι το
ελληνικό κράτος μπορεί πλέον να δανείζεται απευθείας από τράπεζες, για
να ανταποκρίνεται στις οικονομικές του ανάγκες, ενώ δε χρειάζεται να
απευθυνθεί ξανά σε ΕΕ και ΔΝΤ για δανεισμό.
Η περίφημη «έξοδος στις
αγορές» συνδέεται προπαγανδιστικά με το «τέλος των μνημονίων και της
τρόικας», με την έξοδο από την οικονομική κρίση. Υπόσχονται ότι η
ανάκαμψη της οικονομίας, οι επενδύσεις θα φέρουν το τέλος των βασάνων
του λαού.
Αυτά λέει η κυβέρνηση.
Ο ΣΥΡΙΖΑ, από την άλλη, ενώ αρχικά
αμφισβητούσε τη δυνατότητα εξόδου στις αγορές, μιλώντας για κυβερνητικό
τρικ ενόψει εκλογών, τώρα λέει ότι η έξοδος ήταν βιαστική, γιατί
αποδυναμώνεται η αναγκαιότητα αναδιάρθρωσης του χρέους, το οποίο είναι
μη βιώσιμο και ταυτόχρονα το αυξάνει.
Έτσι, στήνεται άλλος ένας ακόμα
καβγάς για το πώς
θα πρέπει να στηριχτεί η καπιταλιστική ανάκαμψη.
Γιατί, όμως, η εργατική τάξη, τα άλλα φτωχά λαϊκά στρώματα δεν πρέπει να
περιμένουν τίποτα θετικό για τα συμφέροντά τους από την έξοδο στις
αγορές, είτε τώρα είτε αργότερα, μετά από «κούρεμα» του χρέους, όπως
λέει ο ΣΥΡΙΖΑ;
Γιατί η συμμετοχή στις διεθνείς χρηματαγορές είναι
αναγκαία για τη στήριξη του καπιταλιστικού δρόμου ανάπτυξης, δε
«στέκεται» καπιταλιστικό κράτος χωρίς να δανείζεται. Αυτό το «χρέος»
φορτώνεται πάντα στις πλάτες των εργαζομένων των φτωχών λαϊκών
στρωμάτων.
Το δίλημμα, λοιπόν, δεν είναι με ποιους
όρους θα βγει η
Ελλάδα στις χρηματαγορές.
Ο δανεισμός του ελληνικού κράτους από τις τράπεζες
είχε σταματήσει από το 2010, όταν η Ελλάδα, εν μέσω καπιταλιστικής
οικονομικής κρίσης, μπήκε στα «μνημόνια». Με τα «μνημόνια» επιταχύνθηκε η
υλοποίηση αντιλαϊκών μέτρων, με στόχο την ενίσχυση της
ανταγωνιστικότητας του ελληνικού κεφαλαίου, μέτρα προσχεδιασμένα στο
πλαίσιο των κατευθύνσεων της ΕΕ.
Η φοροληστεία, οι περικοπές
αξιοποιήθηκαν για να αποπληρώνονται τα δάνεια και για να δοθούν χρήματα
για επενδύσεις του κεφαλαίου. Τώρα, ο δανεισμός από τις τράπεζες
σημαίνει μεγαλύτερη δυνατότητα του κράτους να χρηματοδοτεί
καπιταλιστικές επενδύσεις, ενισχύοντας τους μεγαλοεπιχειρηματίες. Οι
ιδιωτικοποιήσεις και τα μέτρα απελευθέρωσης της αγοράς στο τελευταίο
πολυνομοσχέδιο ενισχύουν πολύμορφα τους καπιταλιστές.
Για την εργατική τάξη, τα άλλα φτωχά λαϊκά στρώματα
θα συνεχίζουν να εφαρμόζονται «στον αιώνα τον άπαντα» τα βάρβαρα μέτρα
σε μισθούς, συντάξεις, Υγεία, Πρόνοια, Παιδεία, φόρους, γιατί με ή χωρίς
μνημόνια υπηρετούν τη στρατηγική του κεφαλαίου.
Η ανάκαμψη ακόμα και αν
δημιουργήσει ορισμένες θέσεις εργασίας σε ορισμένους κλάδους, αυτές θα
είναι αβέβαιες με μισθούς πείνας, ενώ ελάχιστα θα αντιμετωπίσει το
τεράστιο πρόβλημα της ανεργίας με το 1,5 εκατ. ανέργους, όπως άλλωστε
προβλέπουν και τα δικά τους επιτελεία. Βεβαίως, δεν αναιρείται ούτε η
μόνιμη εποπτεία της ΕΕ στην Ελλάδα, που άλλωστε αφορά στο σύνολο σχεδόν
των κρατών - μελών της ΕΕ.
Το ζήτημα για τους εργαζόμενους είναι ότι, στο
πλαίσιο του καπιταλιστικού δρόμου ανάπτυξης με όποια κυβέρνηση και όποιο
μείγμα, εκτός από τη διαρκή υποτίμηση δικαιωμάτων και αναγκών τους θα
φορτώνονται πάντα τα χρέη, τα δάνεια του κεφαλαίου και του κράτους του.
Γι' αυτό το ΚΚΕ σημειώνει ότι το ζητούμενο είναι η
εργατική τάξη, τα άλλα φτωχά λαϊκά στρώματα να οργανώσουν τη δική τους
ισχυρή εργατική - λαϊκή αντιπολίτευση ενάντια σε κεφάλαιο, ΕΕ,
κυβέρνηση, κόμματα του ευρωμονόδρομου.
Η ανασύνταξη του εργατικού
κινήματος, η ενίσχυση της λαϊκής συμμαχίας εκτός του ότι μπορεί να
βάλουν εμπόδια στην αντιλαϊκή επίθεση ανοίγουν το δρόμο για την
αποδέσμευση από την ΕΕ, για τη μονομερή διαγραφή του χρέους με εργατική -
λαϊκή εξουσία.
*Από την στήλη «Η Άποψή μας», του Ριζοσπάστη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου