«Η κατανόηση της μαρξιστικής αντίληψης για το φετιχισμό του κεφαλαίου είναι ένα ισχυρό θεωρητικό ανάχωμα της διαβρωτικής πολιτικής και της δράσης της αστικής ιδεολογίας».1
Ένα πράγμα μπορεί να είναι αξία χρήσης χωρίς να είναι αξία. Δηλ. πράγμα, ωφέλιμο για τον άνθρωπο χωρίς την μεσολάβηση της εργασίας. Τέτοια είναι ο αέρας, το παρθένο έδαφος, τα φυσικά λιβάδια, τα παρθένα δάση κλπ. Ακόμα ένα πράγμα μπορεί να είναι ωφέλιμο και προϊόν ανθρώπινης εργασίας, χωρίς να είναι εμπόρευμα. Όταν λοιπόν, ένας άνθρωπος με την καθημερινή του εργασία παράγει αξίες χρήσης, προϊόντα ωφέλιμα, δηλ. τα μέσα συντήρησής του, με τα οποία ικανοποιεί τις δικές του ανάγκες, δεν σημαίνει ότι οπωσδήποτε, δημιουργεί εμπορεύματα.
«Για να παράγει κανείς εμπόρευμα, δεν πρέπει να παράγει απλώς αξίες χρήσης, αλλά αξία χρήσης για άλλους, κοινωνική αξία χρήσης. Και όχι απλώς για άλλους. Ο αγρότης του μεσαίωνα παρήγε το στάρι του γεώμορου για τον φεουδάρχη αφέντη και το στάρι της δεκάτης για τον παπά. Και όμως ούτε το στάρι του γεώμορου, ούτε το στάρι της δεκάτης γινόταν εμπόρευμα, επειδή παράγονταν για άλλους. Για να γίνει το προϊόν εμπόρευμα πρέπει να μεταβιβαστεί μέσω της ανταλλαγής στον άλλο, σ' αυτόν που του χρησιμεύει σαν αξία χρήσης». 2
Ο Μαρξ, με τα παρακάτω παραδείγματα διακρίνει τις σχέσεις των ανθρώπων στους προγενέστερους παραγωγικούς σχηματισμούς, από αυτές που δημιουργούνται στον κεφαλαιοκρατικό τρόπο παραγωγής, δηλαδή τις αντεστραμμένες σχέσεις, οι οποίες είναι τελικά η αιτία της μυστικοποίησης, του φετιχισμού, που κολλάει, όπως λέει, στο προϊόν από τη στιγμή που εμφανίζεται ως εμπόρευμα:
«…στον σκοτεινό ευρωπαϊκό μεσαίωνα… βρίσκουμε εδώ όλους τους ανθρώπους σε κατάσταση εξάρτησης: δουλοπάροικοι και γαιοκτήμονες, υποτελείς και τιμαριοδότες, κοσμικοί και παπάδες… οι προσωπικές σχέσεις εξάρτησης αποτελούν την δοσμένη κοινωνική βάση… οι εργασίες και τα προϊόντα… μπαίνουν στην κοινωνική κυκλοφορία σαν αγγαρείες και δοσίματα..Η φυσική μορφή της εργασίας, το ιδιαίτερο που την χαρακτηρίζει και όχι ο γενικός χαρακτήρας της - όπως γίνεται πάνω στη βάση της εμπορευματικής παραγωγής - αποτελεί εδώ την άμεση κοινωνική της μορφή. Ακριβώς όπως η εργασία που παράγει εμπορεύματα, έτσι και η εργασία με τη μορφή της αγγαρείας μετριέται με το χρόνο. Ο κάθε δουλοπάροικος όμως ξέρει ότι αυτό που ξοδεύει στην υπηρεσία του αφέντη του είναι μια καθορισμένη ποσότητα της προσωπικής του εργατικής δύναμης». 3
Όταν αντικρίζονται, αφέντης και δουλοπάροικος, κλπ. «…οι κοινωνικές σχέσεις των προσώπων στις εργασίες τους, εμφανίζονται σαν δικές τους προσωπικές σχέσεις και δεν μεταμφιέζονται σε κοινωνικές σχέσεις πραγμάτων, των προϊόντων εργασίας». Όπως συμβαίνει στην εμπορευματική παραγωγή.
Ένα πιο κοντινό παράδειγμα, στο οποίο αναφέρεται ο Μαρξ, προκειμένου να εξετάσει την κοινή, δηλ., την άμεσα κοινωνικοποιημένη εργασία «είναι η αγροτική πατριαρχική παραγωγή μιας αγροτικής οικογένειας που παράγει για τις δικές της ανάγκες γέννημα, ζώα, νήμα, πανί, ρούχα κλπ. Τα διάφορα αυτά πράγματα αποτελούν για την οικογένεια διάφορα προϊόντα της οικογενειακής της εργασίας, δεν αποτελούν όμως το ένα για το άλλο εμπορεύματα. Οι διάφορες εργασίες που παράγουν αυτά τα προϊόντα, είναι η γεωργία, η κτηνοτροφία, το κλώσιμο, η υφαντική, η ραφτική κλπ. είναι κοινωνικές λειτουργίες στη φυσική τους μορφή, γιατί είναι λειτουργίες της οικογένειας που έχει το δικό της αυθόρμητο καταμερισμό εργασίας, ακριβώς όπως και η εμπορευματική παραγωγή......Το ξόδεμα όμως των ατομικών εργατικών δυνάμεων που μετριέται με τη χρονική τους διάρκεια εμφανίζεται εδώ ανέκαθεν σαν κοινωνικός καθορισμός των ίδιων των εργασιών, (όχι και αξία ) γιατί οι ατομικές εργατικές δυνάμεις δρουν εδώ από ανέκαθεν μόνο σαν όργανα της κοινής εργατικής δύναμης της οικογένειας». 4
Διακρίνουμε ότι, και στις δυο περιπτώσεις οι σχέσεις είναι προσωπικές.
Στον πρώτο κοινωνικό σχηματισμό, «ο αγρότης αυτός εργαζόταν λχ., τρείς μέρες για τον εαυτό του στο δικό του χωράφι ή στο χωράφι που του καθορίστηκε, και τις επόμενες τρείς μέρες έκανε αναγκαστική απλήρωτη εργασία (αγγαρεία) στο χτήμα του τσιφλικά. Εδώ λοιπόν το πληρωμένο και το απλήρωτο μέρος της εργασίας είναι αισθητά χωρισμένα, χωρισμένα σε τόπο και σε χρόνο». 5
Έτσι ο δουλοπάροικος διέκρινε καθαρά, γνώριζε, ότι αυτό που έδινε ή αυτό που τον υποχρεώνανε να δίνει, ήταν μέρος της δικής του εργασίας, και ότι το δόσιμό του, είχε να κάνει με προσωπικές, ανθρώπινες σχέσεις, στη βάση του δοσμένου παραγωγικού σχηματισμού.
Στην δεύτερη περίπτωση, της αγροτικής οικογένειας, είναι φανερό, πως ότι παράγουν με την εργασία τους τα μέλη της οικογένειας, όχι μόνο το γνωρίζουν, αλλά ανήκει, χρησιμοποιείται ή καταναλώνεται από και μέσα στην ίδια την οικογένεια. Που σημαίνει ότι και στις δυο περιπτώσεις οι παραγωγοί είχαν με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, τον έλεγχο της παραγωγής, διάθεσης και κατανάλωσης των προϊόντων τους.
Αντίθετα στον κεφαλαιοκρατικό τρόπο παραγωγής ο μισθωτός αποξενώνεται από το προϊόν της εργασίας του, γιατί και η ανθρώπινη εργασία, γίνεται εμπόρευμα. Δηλαδή, όχι μόνο δεν παράγει για τον εαυτό του, αλλά για τους άλλους, μα και η εργατική του δύναμη, μιας και έχει γίνει εμπόρευμα, δεν του ανήκει.
Έτσι με την διαδικασία αυτή της αντικειμενοποίησης, (όπου οι κοινωνικές σχέσεις των προσώπων στις δουλειές τους, αποκτούν τη μορφή μιας κοινωνικής σχέσης των προϊόντων της εργασίας, σαν εμπράγματες σχέσεις των προσώπων και σαν κοινωνικές σχέσεις των πραγμάτων), το ανθρώπινο στοιχείο (εργατική δύναμη) μετατρέπεται σε υλικό αντικείμενο, ξένο προς τον άνθρωπο, δηλαδή σε εμπόρευμα. Και από τη στιγμή που η εργασία γίνεται εμπόρευμα, δηλ. η ανθρώπινη δραστηριότητα αντικειμενοποιείτε στο εμπόρευμα, «γίνεται μια δραστηριότητα που στρέφεται εναντίον του, ανεξάρτητα απ’ αυτόν και χωρίς να του ανήκει» 6
«Η αποξενωμένη εργασία λοιπόν, αντιστρέφει τη σχέση έτσι που ο άνθρωπος, ακριβώς επειδή είναι συνειδητή ύπαρξη, κάνει τη ζωτική του δραστηριότητα, την ύπαρξή του, ένα μέσο για την ύ π α ρ ξ ή του» 7
Γίνεται λοιπόν καθαρό ότι: «Το κεφάλαιο είναι η ενσάρκωση της εκμεταλλευτικής σχέσης της μισθωτής εργασίας και όχι απλά μια παραγωγική επένδυση που έχει την ιδιότητα να παράγει αξίες χρήσης, προϊόντα. Στην αντίληψη των εργαζομένων, το κεφάλαιο από κοινωνική σχέση μετατρέπεται σε πράγμα, σε μηχανές, κτίρια. Ο κεφαλαιοκράτης εκλαμβάνεται ως επενδυτής που δημιουργεί θέσεις εργασίας. Στην πραγματικότητα είναι ο ιδιοκτήτης μέσων παραγωγής που αγοράζει την εργατική δύναμη. Το κεφάλαιο δεν εκφράζει απλά την έννοια της συσσώρευσης του πλούτου, σημαίνει πριν απ' όλα ταξική εκμετάλλευση, παραγωγή υπεραξίας».1
Το ζήτημα βεβαίως δεν τελειώνει εδώ.
Συνεχίζεται...
1 «Τι εξετάζουμε με τον όρο "οικονομία"» ΕΔΩ
2 Καρλ Μαρξ, "Το ΚΕΦΑΛΑΙΟ", τόμος 1ος, σελ. 553
3 - 4 Καρλ Μαρξ, "Το ΚΕΦΑΛΑΙΟ". τομ. 1ος, σελ. 90 - 91.
5 Καρλ μαρξ. "Μισθός, Τιμή και Κέρδος" σελ. 54, εκδ. ΣΕ. Αθήνα 1978.
6 - 7 Καρλ Μαρξ, "Οικονομικά και Φιλοσοφικά Χειρόγραφα" εκδ. ΓΛΑΡΟΣ, σελ. 95 - 98.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου