Η πόλις *
Eίπες. «Θα πάγω σ’ άλλη γη, θα πάγω σ’ άλλη θάλασσα. / Μια πόλις άλλη θα βρεθεί καλλίτερη από αυτή. / Κάθε προσπάθεια μου μια καταδίκη είναι γραφτή, / κι ειν’ η καρδιά μου - σαν νεκρός – θαμμένη. / Ο νους μου ως πότε μες στον μαρασμόν αυτόν θα μένει. / Όπου το μάτι μου γυρίσω, όπου κι αν δω / ερείπια μαύρα της ζωής μου βλέπω εδώ, / που τόσα χρόνια πέρασα και ρήμαξα και χάλασα.»
Καινούργιους τόπους δεν θα βρεις, δεν θάβρεις άλλες θάλασσες. / Η πόλις θα σε ακολουθεί. Στους δρόμους θα γυρνάς / τους ίδιους. Και στες γειτονιές τες ίδιες θα γερνάς, / και μες στα ίδια σπίτια αυτά θ’ ασπρίζεις. / Πάντα στην πόλι αυτή θα φτάνεις. Για αλλού - μη ελπίζεις - / δεν έχει πλοίο για σε, δεν έχει οδό. / Έτσι που τη ζωή σου ρήμαξες εδώ, / στην κώχη τούτη τη μικρή, σ’ όλην την γη την χάλασες.
O θείος Στέφανος, μαζί με το ταλέντο του είχε πάρει στις αποσκευές του και τις αδυναμίες του. Δεν μπορούσε να στεριώσει σε δουλειά. Πάντα ανήσυχος και ανυπόμονος. Λίγο μετά την εγκατάστασή του στην Βραζιλία, προσλαμβάνεται σε μία αυτοκινητοβιομηχανία που είχε στήσει εκεί μεγάλη γερμανική εταιρία. Πολύ γρήγορα γίνεται προιστάμενος τμήματος. Σε λίγο παρουσιάζει στην διεύθυνση ένα σχέδιο βελτίωσης της παραγωγής. Οι υπεύθυνοι της εταιρίας τον βεβαιώνουν ότι θα το εξετάσουν. Εκείνος πιστεύει ότι καθυστερούν να του απαντήσουν. Το θεωρεί προσβολή και εγκαταλείπει κιαυτήν τη δουλειά, η οποία του ταίριαζε, όπως μας έγραφε. Το χούι φεύγει τελευταίο, που λέει ο λαός μας. Με τα χρόνια η επικοινωνία μας αραίωνε μέχρι που χάσαμε την επαφή. Αραιά και που, μαθαίναμε νέα τους, από τα αδέφια του θείου Στέφανου ή από κάποιους κοινούς γνωστούς μετανάστες, που επέστρεφαν από την Βραζιλία, μεταφέρωντας πολύ δυσάρεστες "εντυπώσεις", από την εκεί, σύντομη παραμονή τους.
Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ
Θα είχαν περάσει σχεδόν 35 χρόνια από εκείνο το πρωινό του 1954 στο λιμάνι του Πειραιά. Οι γονείς μου είχαν φύγει χρόνια από τη ζωή καθώς και η θεία Ασπασία, όταν ένα μεσημέρι, καλοκαίρι του ’90, χτυπά το τηλέφωνο. Στην άλλη άκρη του, ακούω την φωνή της αδελφής μου. «Κάνε μου τη χάρη κι έλα για λίγο που σε θέλω» μου λέει. "Συμβαίνει κάτι;" Την ρωτώ. «Όχι μην ανησυχείς, είναι εδώ ένας κύριος που θέλει να σε δει». "Εντάξει, έρχομαι". Μου άνοιξε την πόρτα η ανιψιά μου, η μικρή κόρη της αδελφής μου. Στο τραπέζι της κουζίνας, στη μία πλευρά, η αδελφή μου. Στην άλλη; Στην άλλη, ω του θαύματος, ο θείος Στέφανος!! Είναι αλήθεια πως τάχασα για λίγο. Βλέπεις, όλο το συναισθηματικό φορτίο των παιδικών μου χρόνων και όχι μόνο, να συμπιέζεται σε μία στιγμή, δεν ήταν και λίγο. Ο θείος Στέφανος δεν σηκώθηκε αμέσως. Είχε ένα συγκρατημένο χαμόγελο στα χείλη και στα μάτια του ένα ερωτηματικό. ‘‘Άραγε θα με θυμηθεί, θα με γνωρίσει;" Μετά την αμηχανία της στιγμής, σηκώθηκε. Τον αγκάλιασα επαναλαμβάνοντας διαρκώς μια λέξη. ‘‘Θείε μου, θείε μου’’, ενώ εκείνος με χτύπαγε καθησυχαστικά στην πλάτη.
Είχε καταφέρει να έρθει μαζί με τον πιο μικρό μου ξάδελφο, τον Σταμάτη - που τον πήγε αγκαλιά, η θεία Ασπασία στην Βραζιλία - εκμεταλλευόμενος ένα πρόγραμμα ‘‘κοινωνικού τουρισμού’’, ας πούμε. Ο Σταμάτης, μαζί με την οικογένειά του, έμειναν περίπου 15 μέρες. Γυρίσαμε μαζί όλη την Αθήνα. Έκαναν επισκέψεις σε συγγενείς και φίλους, πράγμα που δεν μας έδωσε την ευκαιρία να κουβεντιάσουμε με την ησυχία μας, να μάθω λεπτομέρειες για τη ζωή τους στην Βραζιλία. Όταν ήρθε η μέρα της επιστροφής και επειδή ο θείος Στέφανος δεν θα επέστρεφε μαζί τους - είχε αρχίσει να κάνει σχέδια μόνιμης εγκατάστασης στην Ελλάδα - ο ξάδελφός μου ο Σταμάτης, με παρακάλεσε να τον προσέχω, γιατί όπως μου είπε, ο θείος Στέφανος, είχε περάσει ένα σοβαρό εγκεφαλικό επεισόδιο και οι γιατροί του είχαν συστήσει συγκεκριμένο τρόπο διαβίωσης.
Έφυγε ο Σταμάτης.
Άντε τώρα να κρατήσεις τον θείο Στέφανο, στο συγκεκριμένο τρόπο διαβίωσης, που του είχαν συστήσει οι γιατροί. Αφηνίασε. Έκανε, σα να μην είχε περάσει μια μέρα από τότε που έφυγε για τη Βραζιλία. Άρχισε να αναζητά τους παλιούς του φίλους και φίλες. Είχε την ψευδαίσθηση ότι μπορούσε να επανασυνδεθεί με τον κόσμο που είχε αφήσει πίσω του. Ήθελε να μείνει στην Ελλάδα και αναζητούσε μια δυνατή δικαιολογία για να κάμψει τις αντιρρήσεις των παιδιών του.
Συνήθως γύριζε απογοητευμένος. Οι περισσότεροι από τους φίλους και τις φίλες του, δεν ήταν πια στη ζωή. Ο θείος Στέφανος δεν τόβαζε κάτω. Αύριο θα πάω να βρω τον τάδε η την τάδε, έλεγε. Έφτασε μέχρι τα Μέθανα, όπου του έκαναν και προξενιό, αλλά η κοπέλα παρ' ότι του άρεσε, του φάνηκε κάπως μεγάλη και το ματάκι της το ένα….
Εκτός από πολύτροπος και αποφασιστικός, ο θείος Στέφανος ήταν και περήφανος. "Στην αρχή αντιμετωπίσαμε δυσκολίες, όπως καταλαβαίνεις, αλλά στο τέλος όλα πήγαν καλά". Μίλησε για όλους και για όλα...
Συνεχίζεται…
* ποίημα του Κ. Π. ΚΑΒΑΦΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου